- στασιωτεία
- ἡ, [στασιώτης]κατάσταση στάσεων και αναταραχών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στασιωτείας — στασιωτείᾱς , στασιωτεία state of faction fem acc pl στασιωτείᾱς , στασιωτεία state of faction fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιωτεῖαι — στασιωτεία state of faction fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιωτείαις — στασιωτεία state of faction fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)